- καρυοθραύστης
- οόργανο που χρησιμεύει στο σπάσιμο των καρυδιών, αμυγδάλων κ.ά.: Φέρε μας τον καρυοθραύστη να σπάσουμε τα καρύδια.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
καρυοθραύστης — Κοινή ονομασία του είδους Nucifraga caryocatactes, της οικογένειας των κορακίδων, της τάξης των στρουθιομόρφων πτηνών. Έχει μήκος έως 30 35 εκ. και το χρώμα του είναι καφέ σκούρο με λευκά στίγματα. Ζει σε σχετικά μεγάλα υψόμετρα και τρέφεται με… … Dictionary of Greek
μοχλός — Απλή μηχανή, που αποτελείται γενικά από ένα άκαμπτο σώμα με δυνατότητα περιστροφής γύρω από έναν άξονα ή ένα σημείο του άξονα κάτω από την επίδραση δύο ανταγωνιστικών δυνάμεων (η κάθε μία δηλαδή αντίθετη προς την περιστροφή που θα προκαλούσε η… … Dictionary of Greek
αμυγδαλοθραύστης — ο όργανο με το οποίο θραύονται τα αμύγδαλα, αμυγδαλοσπάστης. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμύγδαλο + θραύστης < θραύω (πρβλ. καρυοθραύστης)] … Dictionary of Greek
θραύστης — ὁ (Α θραύστης) νεοελλ. ο θραυστήρας αρχ. αυτός που θραύει, αυτός που συντρίβει. [ΕΤΥΜΟΛ. < θραύω. ΣΥΝΘ. (Β συνθετικό) κοκκοθραύστης νεοελλ. αμυγδαλοθραύστης, θαλασσοθραύστης, καρυοθραύστης, κεφαλοθραύστης, κρανιοθραύστης, κυματοθραύστης,… … Dictionary of Greek
κάρυο — το (AM κάρυον) 1. το καρύδι, ο καρπός τής καρυδιάς 2. γενική ονομασία μονόσπερμων καρπών τών οποίων το ξυλώδες περικάρπιο δεν συμφύεται με το σπέρμα («πάντα τὰ ἀκρόδρυα κάρυα λέγουσιν», Αθήν.) νεοελλ. 1. ναυτ. το καρύλιο*, ο περιστρεφόμενος… … Dictionary of Greek
καρυοκατάκτης — καρυοκατάκτης, ὁ (Α) ο καρυοθραύστης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάρυον + κατάκτης (< κατάγνυμι «σπάζω, κερματίζω, κομματιάζω»)] … Dictionary of Greek
μουκηροβαγός — και μουκηρόβατος και μουκηρόβας (Α) (κατά τον Ησύχ.) «καρυοκατάκτης», καρυοθραύστης. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. μουκηροβαγός < μούκηρος «μαλακό καρύδι» + βαγος(< (F)ἄγος «κλάσμα, θραύσμα» < ἄγνυμι). Το β τού βαγος πιστοποιεί την ύπαρξη F (δίγαμμα)… … Dictionary of Greek
Κίροφ-Μαρίινσκι, μπαλέτα — Ρωσικό χορευτικό συγκρότημα, μέλος του Θεάτρου Μαρίινσκι, διάσημο για το κλασικό ρεπερτόριό του και για τους καλλιτέχνες με τους οποίους έχει συνεργαστεί. Τα μπαλέτα Κ. Μ. έχουν τις ρίζες τους στη σχολή χορού η οποία είχε ιδρυθεί στην Αγία… … Dictionary of Greek
παιδική μουσική — Μουσική γραμμένη για ακρόαση ή εκτέλεση από παιδιά. Η καλή π.μ. χαρακτηρίζεται από ένα συγκεκριμένο θέμα, ζωντανό ποιητικό περιεχόμενο, γραφικές εικόνες και απλή και σαφή μορφή. Στα φωνητικά έργα δίνεται προσοχή στην έκταση της φωνής, στα… … Dictionary of Greek
Πετιπά, Μαριούς — (Petipa, Μασσαλία 1822 – Γκουρζούφ 1910). Γάλλος χορευτής και χορογράφος Από οικογένεια χορευτών. είχε πρώτο δάσκαλο τον πατέρα του Ζαν Αντουάν (1787 1855), πολύ γνωστό χορευτή και χορογράφο. Αργότερα τελειοποιήθηκε με τον Oγκίστ Βετρίς και… … Dictionary of Greek